- ἀκινήτους
- ἀκίνητοςunmovedmasc acc plἀκίνητοςunmovedmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
непостоупьнъ — (9*) пр. 1.Неподвижный, недвижный: и ставъ на своѥмь мѣстѣ непостѹпьнъ сы. ЖФП XII, 36в; не токмо въстати съ ѡдра, но подвигнути себе не могу: нозѣ имѣю непоступнѣ КТур XII сп. XIV, 38; а други˫а въ цр҃кви сто˫аще акы камены и непоступьны. СбУв… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… … Dictionary of Greek
неотъходьныи — (1*) пр. 1.Неотступный, постоянный: се бѣсо(м) прогнание. се анг҃||лу хранителю неѿходн(о)е сблюдение. ЗЦ к. XIV, 91в–г. 2. Неотторгаемый: да схранѧють и имѣни˫а ихъ и стѧжани˫а. села и виногради. и всѧ прочаѧ. неѿемлема и неѿходна ѿ нихъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неподвижениѥ — НЕПОДВИЖЕНИ|Ѥ (3*), ˫А с. 1.Неподвижность: цѣломѹдрьѥ ѥсть ѥже себе во снѣхъ ни единого движень˫а... цѣломѹдръ ѥсть иже сверьшено неподвиженьѥ. в различьѥ тѣлесъ. (ἀναισϑησίαν) ПНЧ XIV, 35а. 2. Неизменность: на ѹтвержение ж(е). || и неподвижение… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неподвижимыи — (40) пр. 1.Неподвижный: оц҃ь же нашь пребываше неподвижимъ ни въста||˫а ѿ мѣста того ЖФП XII, 36б–в; иже б҃ѹ прѣдъстати мыслѧ. въ чювьствѣ ср҃дца. въ мл҃твѣ столпъ неподвижимъ. ПНЧ 1296, 134; се бо дѣло вѣтрьнеѥ въспахаѥть въздѹха, ˫ако… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακίνητος — η, ο (Α ἀκίνητος, ον) και ακούνητος, ιστός αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος «στάθηκε ακίνητος» αρχ. «ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.) μσν. νεοελλ. ἀκίνητος ἑορτή γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο … Dictionary of Greek
μορμυρωπός — μορμυρωπός, όν (Α) αυτός που έχει οφθαλμούς απλανείς, ακίνητους χωρίς βλέφαρα, όπως το ψάρι μορμύρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορμύρος «μουρμούρα» + ωπός(< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. μορμορ ωπός] … Dictionary of Greek
σημαία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. Με τον τίτλο αυτό κυκλοφόρησαν εφημερίδες το 1871 (Αθήνα και Λευκάδα), 1875 (Ερμούπολη), 1880 (Αθήνα), 1882 (Χαλκίδα) 1885 (Βόλος), 1886 (Αθήνα), 1887 (Αθήνα) 1905 (Νέα Υόρκη), 1908 (Καβάλα), 1913 (Αθήνα, Καλαμάτα)… … Dictionary of Greek
χλωροφύκη — (χλωρόφυτα). Πράσινα φύκη, άλλοτε μικροσκοπικά, ακίνητα ή κινητά, και άλλοτε με αξιοσημείωτες διαστάσεις, το χρώμα των οποίων καθορίζεται από την παρουσία της χλωροφύλλης, που δεν καλύπτεται από άλλες χρωστικές ουσίες. Τα τοιχώματα των κυττάρων… … Dictionary of Greek